- ακουστικός ταλαντωτής
- Παλλόμενο αντικείμενο που παράγει ακουστικές ταλαντώσεις. Το κύμα που παράγει ο α.τ. έχει τέτοια συχνότητα ώστε να γίνεται αντιληπτό ως ήχος. Ο α.τ. ονομάζεται και ηχητικός ταλαντωτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό … Dictionary of Greek